- σύμβλημα
- σύμβλημαjointneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύμβλημα — το, ΝΑ [συμβάλλω] νεοελλ. 1. καθένα από τα κομμάτια ενός συνόλου, όπως λ.χ. τού ιστού τού πλοίου 2. ο σύνδεσμος που ενώνει τα κομμάτια αυτά αρχ. 1. ένωση, ραφή 2. γυμναστικός αγώνας … Dictionary of Greek
συμβλημάτων — σύμβλημα joint neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβλήμασι — σύμβλημα joint neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… … Dictionary of Greek
ՆՊԱՍՏ — (ի, ից.) NBH 2 0453 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 11c, 12c, 13c գ. (լծ. ապաստան, եւ հուպ աստ). σύμβλημα (հանգանակ). commissio χρεία (պէտք). opus ἑπιτήδευμα studium, diligentia. եւ բայիւ παρέχω (լծ. պարգեւել).… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)